πολυτέχνου

πολυτέχνου
πολύτεχνος
skilled in many arts
masc/fem/neut gen sg
πολυτέχνης
skilled in divers arts
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… …   Dictionary of Greek

  • πολυτεχνία — η, ΝΑ [πολύτεχνος] η ιδιότητα τού πολύτεχνου, η επιδεξιότητα σε πολλές τέχνες, το να είναι κανείς πολύτεχνος νεοελλ. η σπουδή, η θητεία που απαιτείται για την εκμάθηση διαφόρων τεχνών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”